νεωποίης

νεωποίης
νεω-ποίης, ου, ,
A official in charge of the temple-fabric,

οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6

(Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:— also [suff] νεω-πόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); [full] νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: [dialect] Dor. [full] νᾱποίας SIG 1023.33, al. ([place name] Cos); [full] νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεωποίης — και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α) υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού νεωποιός* (πρβλ. τα συνθ. σε αρχος …   Dictionary of Greek

  • ναποίας — και ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • ναπόας — ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ναποίας, νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • νεοποίης — νεοποίης, ὁ (Α) βλ. νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • νεωποιός — και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α) 1. νεωποίης* 2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός* + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • νεωποιώ — νεωποιῶ και νεοποιῶ και δωρ. τ. ναοποιῶ, έω (Α) [νεωποιός] υπηρετώ ως νεωποίης* …   Dictionary of Greek

  • πρωτονεωποιός — ο, Α ο πρώτος νεωποιός* ή νεωποίης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νεωποιός «κατασκευαστής πλοίου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”